αποχρωματίζομαι

αποχρωματίζομαι
αποχρωματίζομαι, αποχρωματίστηκα, αποχρωματισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ετεροχροώ — ἑτεροχροῶ, έω (Α) [ετερόχρους] 1. έχω διαφορετικό χρώμα 2. (για οστά) υφίσταμαι εξασθένηση τού χρώματος, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, ξεβάφω …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — 1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω 2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα 3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος») 4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω 5. (για στάχια) ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — ξάσπρισα, ξασπρισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω, ασπρίζω. 2. αποχρωματίζω κάτι, το κάνω να ξεθωριάσει, να ξασπρίσει. 3. αμτβ., γίνομαι λευκός, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω: Η τέντα ξάσπρισε απ τον ήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβάφω — ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος 1. μτβ., αποχρωματίζω, βγάζω το χρώμα, ξεθωριάζω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες μας. 2. αμτβ., αποχρωματίζομαι, χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω: Αυτά τα χρώματα δεν ξεβάφουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθωριάζω — ξεθώριασα, ξεθωριασμένος 1. μτβ., αφαιρώ το χρώμα, ξεβάφω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξεθώριασε τα καλύμματα των καθισμάτων. 2. αμτβ., αποβάλλω, χάνω το χρώμα μου, ξεβάφομαι, αποχρωματίζομαι: Ξεθώριασαν τα ρούχα από την πολλή χρήση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”